- επισυκοφαντώ
- ἐπισυκοφαντῶ, -έω (Α) [συκοφαντώ]συκοφαντώ, διαβάλλω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπισυκοφαντώ — έω, Α συκοφαντώ κάποιον σε συνεργασία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισυκοφαντῶ «διαβάλλω επί πλέον»] … Dictionary of Greek